- τελωνεῖ
- τελωνέωto be apres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic)τελωνέωto be apres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τελώνει — τελωνέω to be a pres imperat act 2nd sg (attic epic) τελωνέω to be a imperf ind act 3rd sg (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τελωνώ — έω, ΜΑ [τελώνης] φορολογώ κάποιον βαριά (α. «τελωνεῑ τίνα πικρῶς», Στράβ. β. «τελωνουμένους σκληρῶς», πάπ.) αρχ. 1. αγοράζω τους δημόσιους φόρους και τούς εισπράττω («μᾱλλον δὲ προσαιτεῑ και λωποδοτεί καὶ τελωνεῑ», Λουκιαν.) 2. (με κακή σημ.)… … Dictionary of Greek